- προσπιπτούσας
- προσπῑπτούσᾱς , προσπίτνωfall uponpres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)προσπῑπτούσᾱς , προσπίτνωfall uponpres part act fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κόμπτον, Άρθουρ Χόλι — (Arthur Holly Compton, Γκούστερ, Οχάιο 1892 – 1962). Αμερικανός φυσικός. Διετέλεσε καθηγητής, από το 1920, στο πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον του Σεντ Λούις και από το 1923 στο πανεπιστήμιο του Σικάγο. Σε αυτόν οφείλεται η ανακάλυψη του φαινομένου που… … Dictionary of Greek
εξασθένηση — (Φυσ.). Η προοδευτική ελάττωση της έντασης ενός φυσικού μεγέθους στον χώρο (π.χ. της έντασης του ήχου, της έντασης της ακτινοβολίας κλπ.). Κάθε μορφή ακτινοβολίας, όταν διέρχεται μέσα από ένα υλικό, παρουσιάζει μετά την έξοδό της από αυτό… … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
υπέρηχος — Ελαστική ταλάντωση ενός ορισμένου μέσου με συχνότητα ανώτερη των 15.000 20.000 Hz, δηλαδή ανώτερη από το πεδίο ακουστότητας του ανθρώπου (ήχος)· αν η συχνότητα είναι κατώτερη των 100.000 Hz, γίνεται αντιληπτή από ορισμένα χειρόπτερα, όπως π.χ.… … Dictionary of Greek
нападати — НАПАДА|ТИ (21), Ю, ѤТЬ гл. 1. Бросаться на что л., кидаться во что л.: онъ бо сѧ бодеть ножемь. другоiци || и на огнь нападаѥть. СбХл XIV, 105–105 об.; || перен.: Ѥгда тѧ призоветь ‹сильныи› то не отъстѹпаи и ѥгда паче призоветь тѧ. то не нападаи … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
ανάκλαση — (Φυσ.).Φαινόμενο που προκαλεί την υπό ορισμένους νόμους εκτροπή μιας προσπίπτουσας ακτινοβολί ας (ειδικότερα του φωτός) από τη διαχωριστική επιφάνεια δύο υλικών με διαφορετικές οπτικέςιδιότητες. Η α. μπορεί να γίνεται περισσότερο ή λιγότερο… … Dictionary of Greek
απορρόφηση — Στη χημεία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια αέρια ουσία περνά μέσα από ένα στερεό ή υγρό σώμα, ή μια υγρή ουσία μέσα από ένα στερεό σώμα. H διείσδυση ενός αερίου σε ένα υγρό υπακούει σε έναν νόμο που διατύπωσε το 1803 ο Γουίλιαμ Χένρι: «Η… … Dictionary of Greek
διάθλαση — Εκτροπή η οποία συντελείται σε μια ακτινοβολία, ιδιαίτερα στο φως, κατά τη δίοδό της από ένα διαπερατό σε αυτή μέσο σε ένα άλλο (π.χ. από τον αέρα στο νερό, από τον αέρα στο γυαλί, μεταξύ διαφόρων γυαλιών). Ονομάζεται γωνία πρόσπτωσης η γωνία i… … Dictionary of Greek